- τριπάτωρ
- -ορος, ὁ, ἡ, Α1. (για την Τριτογένεια ή για τον Ωρίωνα) αυτός που έχει τρεις πατέρες2. στον πληθ. οἱ τριπάτορεςοι πρόπαπποι, οι πρώτοι αρχηγέτες («οἱ μὲν τοὺς πρώτους ἀρχηγέτας, οἱ δὲ τρίτους ἀπὸ τοῡ πατρός, ὅπερ ἐστὶ προπάππους», Ανέκδοτα Βεκκήρου).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -πάτωρ (< πατήρ*), πρβλ. ἀ-πάτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.